Οι «πλατφόρμες προφορικών μαρτυριών», η «νέα ιστορία» και το σχολείο

του Μιχάλη Λυμπεράτου*


Εδώ και τουλάχιστον μια 40ετία βρίσκεται σε εξέλιξη μια διεθνής απόπειρα αναθεώρησης των αντιλήψεων, των πεποιθήσεων και γνώσης για την ιστορία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Προφανώς αυτό συνδέεται με την στρατηγική των μηχανισμών παγκοσμιοποίησης ώστε να αρθούν τα εμπόδια στην «επικοινωνία» μεταξύ των λαών στα πλαίσια της διεθνούς αγοράς, ιδίως όταν αυτά σχετίζονται με οδυνηρές μνήμες ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης χωρών, όπως αυτή που κορυφώθηκε με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σχετίζεται και με την επιδίωξη χωρών, όπως η Γερμανία, που πρωτοστάτησαν στη διαδικασία αυτή και απώλεσαν μεταπολεμικά, ως τιμωρία, την θέση τους στην διεθνή κοινότητα να αναδιατάξουν τις μεταξύ τους σχέσεις με τις άλλες υπερδυνάμεις και να επανέλθουν στους διεθνείς οργανισμούς παγκόσμιων αποφάσεων, όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, χωρίς, μάλιστα, να αποκαταστήσουν και να αποδώσουν πίσω τμήμα της παραγόμενης υπεραξίας που δήλωσαν στον πόλεμο.

Δεν είναι όλα αυτά ανεξάρτητα από την επανάκαμψη εθνικισμών μετά την πτώση ή παράλληλα με αυτήν των ανατολικών συστημάτων, όπως εκδηλώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, εθνικισμός που ανανεώνεται πρόσφατα υπό νέους όρους, συνεπεία της κρίσης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και της ευχέρειας που παρέχουν οι νέες τεχνολογίες της «κοινωνίας της γνώσης», ώστε να σταματήσει η εδαφική αναζήτηση φτηνής εργασίας και να αξιοποιηθεί η εξ αποστάσεως τηλε-ιδιοποίηση της, με αποτέλεσμα την στροφή επενδύσεων από την περιφέρεια στο «κέντρο». Το γεγονός ότι σταδιακά επανέρχεται το κέντρο βάρους στα «μητρικά» κεφάλαια των πολυεθνικών, και όχι πλέον μόνο στις τεχνολογίες αιχμής, όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα, ενισχύει και τα έθνη-κράτη και τις ιδεολογίες που τους αντιστοιχούν. Ειδικά σε περιπτώσεις, όπως η Γερμανία, η οικονομική ευχέρεια που της παρείχε η επιτελική της θέση μέσα στην Ε.Ε και τα κέντρα αποφάσεων της, επιβοήθησε στην οικονομική της γιγάντωση, κάτι που διεκδικεί τώρα και σε αναφορά με τις παγκόσμιες σφαίρες εξουσίας, υπερβαίνοντας τον τυπικό αποκλεισμό της από αυτές. Σε μια εποχή γενικής αναθέρμανσης των εθνικισμών χώρες που ελέγχουν τις οικονομικές διαδικασίες σε περιφερειακούς συνασπισμούς αναζητούν διακαώς να επιλύσουν τις υπάρχουσες ιστορικά διαμορφωμένες «δυσπιστίες».

Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι απαιτείται να ωραιοποιηθεί το ιστορικό παρελθόν, ιδιαίτερα αν είναι βεβαρημένο με ολοσχερείς καταστροφές. Το όλο εγχείρημα στηρίζεται και στην αξιοποίηση των καθυστερήσεων στην ιστορική έρευνα που επιβλήθηκαν μεταπολεμικά από τους ημεδαπούς απολογητές των διεθνών δομών εκμετάλλευσης που τους εξέθρεψαν, επιβάλλοντας σιωπή σε σειρά χώρες που έπρεπε να απεξαρτηθούν από το πνεύμα της Αντίστασης. Γιατί σε περιπτώσεις, όπως η Ελλάδα ή η Ιταλία, καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια να απαλλαγούν των ευθυνών τους όσοι από τους εγχώριους παράγοντες και μηχανισμούς συμμετείχαν στην ιμπεριαλιστική καταλήστευση τους τον καιρό του πολέμου και επιχείρησαν μεταπολεμικά να ανανεώσουν τις ίδιες δομές εξάρτησης με άλλον πλέον επικυρίαρχο, στηριγμένοι σε ένα καθεστώς παρατεταμένης αντιδημοκρατικής εκτροπής (εμφυλιοπολεμικό κράτος, Operation SheepskinΚόκκινη Προβιά, Χούντα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα, Operation Gladio στην Ιταλία).

Η σύγχρονη απόπειρα αναδιαμόρφωσης της συλλογικής ιστορικής μνήμης σε αυτό το παρελθόν στηρίζεται και επιχειρεί να το ανανεώνει. Ήταν ένας τύπος ιστορικής προσέγγισης που επιχείρησε με μια επιλεκτική και συστηματική παραποίηση της ιστορίας της περιόδου της Κατοχής, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, να στηρίξει ιστοριογραφικά τον ακραίο αντικομμουνισμό, τον εμμονικό αμερικανισμό, και σε συνδυασμό με τη συνέχιση μιας εκτεταμένης φυσικής καταστολής και διώξεων, να ακυρώσει την πάνδημη απαίτηση για πολιτική ομαλοποίηση σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο. Ιδεολογικός άξονας της προσπάθειας αυτής ήταν να αποσιωπηθούν οι διαδικασίες εκείνες μέσω των οποίων οι πρώην συνεργάτες των κατακτητών αποτέλεσαν το «βαθύ κράτος», στελέχωσαν τις παράλληλες δομές εξουσίας στην Ελλάδα και συνέβαλαν στην συγκρότηση μια δεσπόζουσας αστικής μερίδας πέριξ του κράτους που εξακολουθούσε να συσσωρεύει, παρέχοντας διαρκείς μεταπρατικές «υπηρεσίες» στο διεθνές κεφάλαιο αλλά και στο ελληνικό αντικομμουνιστικό κράτος.

Συνέχεια